- σαρίδι
- το-ιού, σκουπίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαρίδι — το, Ν μικρό απόρριμμα ή άχρηστο αντικείμενο, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρώνω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] … Dictionary of Greek
σκουπίδι — το, Ν 1. κάθε στερεός ρύπος που απομακρύνεται με τη σκούπα, απόρριμμα, ακαθαρσία, σαρίδι, αποσάρωμα 2. φρ. α) «κάνω κάποιον σκουπίδι» κατεξευτελίζω κάποιον β) «κάνω σκουπίδια» λερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι)] … Dictionary of Greek
φρόκαλο — το, Ν 1. σκουπίδι, σαρίδι 2. συνεκδ. σκούπα 3. φρ. «μέ έκανε φρόκαλο» μού φέρθηκε με προσβλητικό τρόπο, με ταπείνωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. φροκαλώ] … Dictionary of Greek